ὑφέσπερος

ὑφέσπερος
ὑφέσπερ-ος, ον, = foreg.: ὑφέσπερα as Adv., AP5.304 (better divisim).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υφέσπερος — ον, Α 1. ο εσπερινός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑφέσπερα κατά την εσπέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + έσπερος (< ἑσπέρα), πρβλ. ἐφ έσπερος] …   Dictionary of Greek

  • ὑφέσπερα — ὑφέσπερος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υφεσπέριος — ον, Α [ὑφέσπερος] ὑφέσπερος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”